- καταγωνιστικός
- κατᾰγων-ιστικός, ή, όν,A arguing for victory, polemical, Procl.in Prm.p.706 S.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καταγωνιστικός — καταγωνιστικός, ή, όν (Α) [καταγωνίζομαι] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε νίκη … Dictionary of Greek
καταγωνιστικός — arguing for victory masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)